μαστοειδοῦς

μαστοειδοῦς
μαστοειδής
like a breast
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαστοειδεκτομή — η ιατρ. ανάτρηση τής μαστοειδούς απόφυσης τού κροταφικού οστού και εκτομή τών μαστοειδών κυψελών καθώς και ευρεία διάνοιξη και απόξεση τού μαστοειδούς άντρου σε περίπτωση μαστοειδίτιδας …   Dictionary of Greek

  • κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… …   Dictionary of Greek

  • μαστοειδίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τής μαστοειδούς απόφυσης τού κροταφικού οστού …   Dictionary of Greek

  • μαστοειδής απόφυση — Απόφυση του κροταφικού οστού, σχήματος πυραμίδας, στην οποία προσφύονται οι μύες που στρέφουν το κεφάλι. Στο εσωτερικό της υπάρχουν πολυάριθμες μικρές κοιλότητες, οι μαστοειδείς κυψέλες, η ανάπτυξη των οποίων ποικίλλει στα διάφορα άτομα και… …   Dictionary of Greek

  • ωτορινολαρυγγολογία — Kλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία του αφτιού και των ανώτερων αεροφόρων οδών (μύτη, παραρινικές κοιλότητες, παρίσθμια, φάρυγγα και λάρυγγα). Αρκετές γνώσεις ανατομίας και παθολογίας για τα όργανα της όσφρησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”